νυχτοστρατοκόπος
Смотреть что такое "νυχτοστρατοκόπος" в других словарях:
νυχτοστρατοκόπος — ο αυτός που περπατά στους δρόμους τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + στρατοκόπος] … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek